Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὴν πορείαν

См. также в других словарях:

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • SABBATICUS Amnis — de quo sic Iosephus Bell. Iud. l. 7. c. 23. Τῖτος δὲ Καῖςαρ, κρόνον μέν τινα διέτριψεν εν Βηρυτῷ, καθὰ προειρήκαμεν. Θεᾶται δὲ κατὰ την` πορείαν ποταμοῦ φύ???ιν ἄξιον ἱςτορηθην̑αι. Ρ῾εῖ μὲν γὰρ μέσος Α᾿ρκαίας τῆς Α᾿γρίππα βα???ιλείας καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενεργός — ή, ό (AM ἐνεργός, όν) [έργον] 1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός») 2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση) 3. δραστήριος, ενεργητικός,… …   Dictionary of Greek

  • AMPHISBAENA — serpentis nomen, in Libyae desertis degentis duo habentis capita, quorum alterum locô suô est, alterum ubi cauda, unde utrinque venenum diffundit. Lucan. l. 9. v. 719. Et gravis in geminum surgens caput Amphisbaena. Aeschylus in Agamemnone:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GRUES — Varroni Sat. περὶ ἐδεσμάτων Melicae. a Rom. iam Aug. aetate, in mensam recepti sunt; sed sic, ut ciconias praeferrent: quemadmodum ex C. Nep refert Plin. l. 10. c. 23. Addit vero, suâ contra aetate ciconias fuisse dispretas, ita ut nemo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ANGARIAE — plaustrorum et iumentorum praestationes sunt, et quidem per viam directam, ut parangariae alioversum, ut pluribus docet Gotofredus ad l. 4. Cod. de Cursu publ. hincque pro ipsis carris et plaustris, quae ad cursum a provincipalibus praestabantur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GYTHEUM — opp. Laconicae, quod Hercules et Apollo, depositis eo loci simultatibus, communi operâ condidêrunt. Cic. l. 1. de Off. Classem Lacedoemoniorum, quae subducta esset ad Gytheum. Quem locum Herm. Barbarus emendavit, cum antea AEgypteum lectum fuit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OPSIANUS Lapis — Graecis Ο῾ψιανὸς, apud Auctorem Peripli, Α῞μμος ἐςτὶ πολλὴ κεχυμένη, καθ᾿ ἧς εν βάθει κεχωσμένος ἑυρίσκεται ὁ ὀψςανὸς λίθος, εν ἐκείνῃ μόῃ τοπικᾶς γενόμενος, Subulum est multum congestum, in quo profunde obrutus reperitur. Opsianus lapis, in illa …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εποξύνω — ἐποξύνω (Α) [οξύνω] 1. επισπεύδω, επιταχύνω («καὶ κελεύων ἐποξύνειν τὴν πορείαν», ΠΔ) 2. παρακινῶ, ερεθίζω («φωνὴ τραχεία καὶ ἐποξυνομένη τοῑς ῥήμμασιν», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»